- πωλευτικός
- πωλευτικόςskilled in horsebreakingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωλευτικός — ή, όν, Α [πωλευτής] ο έμπειρος, ο επιτήδειος στο να δαμάζει και να γυμνάζει νεαρά άλογα ιππασίας και, γενικά, νεαρά ζώα … Dictionary of Greek
πωλευτικούς — πωλευτικός skilled in horsebreaking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)